- πολυθλιβής
- πολυ-θλῐβής, ές,A much-pressed, Nonn.D.2.494.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυθλιβής — ές και πολύθλιβος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πιέζεται πολύ 2. μτφ. πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιβής/ θλιβος (< θλίβω «πιέζω»), πρβλ. α θλιβής/ά θλιβος] … Dictionary of Greek
πολυθλιβές — πολυθλιβής much pressed masc/fem voc sg πολυθλιβής much pressed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθλιβέων — πολυθλιβής much pressed masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθλιπτος — ον, Μ πολυθλιβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιπτος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιπτος] … Dictionary of Greek